παραθερισμός

παραθερισμός
ο
η παραμονή στην εξοχή κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραθερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 σε βασιλικό διάταγμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραθερισμός — ο καλοκαιριάτικη διαμονή στην εξοχή, βλ. παραθέριση: Με τα έκτακτα γεγονότα το καλοκαίρι του 1974 διακόψαμε όλοι τον παραθερισμό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκαλοκαίριασμα — το [ξεκαλοκαριάζω] διαμονή σε έναν τόπο κατά τους μήνες τού καλοκαιριού, παραθερισμός …   Dictionary of Greek

  • παραθέριση — η [παραθερίζω] παραθερισμός …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλοκαίριασμα — το, ατος παραθερισμός, τέλος καλοκαιριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραθέριση — η η παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”